Μεγαλακρία
Ορισμός
Μια σπάνια, επίκτητη ενδοκρινική νόσος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική έκκριση αυξητικής ορμόνης (GH) και εκδηλώνεται με προοδευτική σωματική παραμόρφωση (που αφορά κυρίως το πρόσωπο και τα άκρα), και άλλα σημεία και συμπτώματα που αφορούν στο σύνολο του οργανισμού.
Eπιδημιολογία
Παγκοσμίως, η πάθηση συναντάται σε 1/7.500 έως 1/35.800 άτομα. Η ετήσια επίπτωση της μεγαλακρίας είναι 3-11 νέα περιστατικά ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Κλινική περιγραφή
Η διάγνωση γίνεται συχνότερα στη μέση ηλικία (40-60 ετών). Προσβάλλει εξίσου και τα δύο φύλα. Λόγω της «αθόρυβης» έναρξης και της αργής εξέλιξής της, η διάγνωση της μεγαλακρίας μπορεί να καθυστερήσει κατά 4-10 ή και περισσότερα χρόνια από την έναρξη των συμπτωμάτων της πάθησης.
Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά είναι τα μεγάλα άκρα (χέρια και πόδια), με παχιά μεγάλα δάχτυλα, αλλά και η πάχυνση όλων των μαλακών μορίων του σώματος (μύες, συνδετικός ιστός, χόνδροι). Χαρακτηριστικά, οι ασθενείς αναφέρουν ότι δεν τους χωρούν τα δακτυλίδια που φορούσαν ή ότι χρειάζονται μεγαλύτερο νούμερο παπουτσιών. Η όψη του προσώπου είναι χαρακτηριστική με μεγάλη μύτη, χοντρά χείλη και γλώσσα, προεξέχοντα ζυγωματικά, και βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο. Το μέτωπο και το υπερκείμενο δέρμα είναι παχύ, οδηγώντας μερικές φορές σε προπέτεια των υπερόφρυων τόξων (το οστό πίσω από τα φρύδια). Παρατηρείται επίσης αύξηση του μεγέθους της κάτω γνάθου που μπορεί να προκαλέσει προγναθισμό, αλλά και διεύρυνση της άνω γνάθου και αραίωση των οδόντων λόγω αύξησης του διαστήματος μεταξύ τους. Οι ασθενείς μπορεί να παραπονούνται για αυξημένη εφίδρωση και λιπαρό δέρμα, εύκολη κόπωση, αρθραλγίες και μυαλγίες, όπως επίσης και ροχαλητό κατά τον ύπνο, που δεν προυπήρχαν. Τέλος, ο ασθενής μπορεί να εμφανίζει κεφαλαλγίες ή/και διαταραχή της όρασης λόγω αύξησης του μεγέθους της υπόφυσης και πίεσης των γειτονικών ανατομικών δομών (mass effects).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η νόσος έχει μυοσκελετικές, καρδιαγγειακές, αναπνευστικές και μεταβολικές συνέπειες που είναι χαρακτηριστικές και συμβάλλουν στη διάγνωση της.
Αιτιολογία
Η κλινική διάγνωση επιβεβαιώνεται βιοχημικά με την ανίχνευση αυξημένων συγκεντρώσεων ινσουλινοειδούς αυξητικού παράγοντα-Ι (IGF-I) στον ορό (δοκιμασία διαλογής) και με την αυξημένη συγκέντρωση GH ορού που δεν καταστέλλεται μετά από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) (δοκιμασία επιβεβαίωσης). Η εκτίμηση του όγκου και της επέκτασης του όγκου βασίζεται σε απεικονιστικές μελέτες (κυρίως μαγνητική τομογραφία υπόφυσης). Η ηχοκαρδιογραφία, η εξέταση υπνικής άπνοιας (μελέτη ύπνου) και η κολονοσκόπηση χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της κλινικής επίδρασης της μεγαλακρίας.
Διαγνωστικές μέθοδοι
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η μεγαλακρία σχετίζεται με την παρουσία ενός καλοήθους αδενώματος στην υπόφυση. Συνηθέστερα, το αδένωμα παράγει μόνο αυξητική ορμόνη (GH) ή είναι μεικτό (πχ. μπορεί να παράγει και προλακτίνη). Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, η μεγαλακρία οφείλεται στην έκτοπη έκκριση της ορμόνης σωματοεκλυτίνης (GHRH- Growth Hormone Releasing Hormone – ορμόνη εκλυτική της έκκρισης GH) από νευροενδοκρινικά νεοπλάσματα (πνεύμονα, παγκρέατος, επινεφριδίων), οπότε και παρατηρείται υπερπλασία της υπόφυσης.
Σε ένα 5% των περιπτώσεων η μεγαλακρία σχετίζεται με οικογενή κληρονομούμενα σύνδρομα. Έτσι, η μεγαλακρία μπορεί να αποτελεί μέρος των συνδρόμων πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας όπως το MEN1 (γονίδιο MEN1, χρωμοσωμική θέση 11q13), και το ΜΕΝ4 (γονίδιο CDKN1B), του συμπλέγματος Carney (γονίδιο PRKAR1A, χρωμοσωμική θέση 17q24.2) ή το οικογενές μεμονωμένο αδένωμα της υπόφυσης (FIPA, γονίδιο AIP, χρωμοσωμική θέση 11q13).
Δρ Εύα Κασσή, Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας-Βιοχημείας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών. Ενδοκρινολόγος στην Ενδοκρινολογική μονάδα Α’ προπαιδευτικής παθολογικής κλινικής, Λαϊκό Νοσοκομείο.
Μεταλλάξεις του γονιδίου ΑΙP που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη που αλληλεπιδρά με τον υποδοχέα του υδρογονάνθρακα αρυλίου, (χρωμοσωμική θέση 11q13), έχουν αναγνωριστεί ως το κύριο αίτιο όταν η μεγαλακρία ξεκινά στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία (ηλικίες<30 ετών) και υπάρχει και οικογενειακό ιστορικό αδενωμάτων υπόφυσης (που εκκρίνουν GH ή προλακτίνη).
Πολύ σπάνια μπορεί να είναι δευτερογενής η αιτία εμφάνισης της νόσου και να οφείλεται σε χρωμοσωμικούς μικροδιπλασιασμούς στη θέση Xq26.3. Ο συγκεκριμένος μικροδιπλασιασμός είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση του συνδρόμου XLAG το οποίο κληρονομείται με φυλοσύνδετο τρόπο και οδηγεί σε γιγαντισμό με πρώιμη έναρξη στην παιδική ηλικία. Η μεγαλακρία μπορεί επίσης να αποτελεί μέρος του συνδρόμου McCune-Albright.
Διαφορική διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει άλλες αιτίες μεγαλακρίας (FIPA, MEN, ΜΕΝ4, σύμπλεγμα Carney και XLAG) καθώς και παχυδερμοπεριόστωση και μεγαλακροειδή χαρακτηριστικά σοβαρής αντίστασης στην ινσουλίνη.
Γενετική συμβουλευτική
Αυτή η μορφή μεγαλακρίας είναι σποραδική, δηλαδή δεν κληρονομείται και δεν εντοπίζεται σχετικό οικογενειακό ιστορικό. Επιπλέον, δεν έχει εντοπιστεί κάποια αιτιολογική γενετική μετάλλαξη.
Διαχείριση και θεραπεία
Η θεραπεία στοχεύει στη διόρθωση (ή στην πρόληψη) των συμπιεστικών φαινομένων που προκαλεί ο όγκος όταν αυτός είναι μεγάλος (μακροαδένωμα) και στη μείωση των επιπέδων GH<0.4μg/l και IGF-I σε φυσιολογικές τιμές. H θεραπεία περιλαμβάνει τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου. Όταν η χειρουργική επέμβαση αποτυγχάνει να διορθώσει την υπερέκκριση GH/IGF-I, προτείνεται φαρμακευτική θεραπεία ή/και ακτινοβολία του αδενώματος. Η φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει τα ανάλογα σωματοστατίνης ή/και αγωνιστές ντοπαμίνης. Ο ανταγωνιστής του υποδοχέα της GH (pegvisomant) χρησιμοποιείται σε ασθενείς που είναι ανθεκτικοί στα ανάλογα σωματοστατίνης. Η αντιμετώπιση είναι πάντα εξατομικευμένη και πολλές φορές χρειάζεται να εφαρμοστεί συνδυασμός θεραπειών ή και οι τρείς μορφές θεραπείας συνδυαστικά.
Πρόγνωση
Στις περισσότερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται επαρκής έλεγχος της ορμονικής νόσου, επιτρέποντας προσδόκιμο ζωής παρόμοιο με αυτό του γενικού πληθυσμού. Ωστόσο, ακόμη και αν οι ασθενείς θεραπευθούν ή ελέγχονται καλά, τα επακόλουθα (πόνος στις αρθρώσεις, παραμορφώσεις και μειωμένη ποιότητα ζωής) συχνά παραμένουν.
Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
Σχετικές Δημοσιεύσεις: : PudMed
Κλινικές Δοκιμές: Clinicaltrials.gov
European Reference Network: Endo – ERN
Εξειδικευμένα Ελληνικά Κέντρα: Ενδοκρινολογική Κλινική Γ.Ν. Ευαγγελισμός, Νευροχειρουργική Κλινική Γ. Ν. Νίκαιας, Ενδοκρινολογική Μονάδα Α.Π.Π Κλινική, Γ.Ν.Λαικό.
Οργανώσεις Ασθενών: Acromegaly support
Οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτόν τον ιστότοπο παρουσιάζονται μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς. Το υλικό δεν προορίζεται σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει την επαγγελματική ιατρική περίθαλψη από εξειδικευμένο ειδικό και δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για διάγνωση ή θεραπεία.
Πηγή: Orphanet
Εμπειρογνώμονας Orphanet: Καθηγητής Philippe Chanson
Τελευταία ενημέρωση Orphanet: Δεκέμβριος 2019
Επιστημονική επιμέλεια: Δρ Εύα Κασσή,Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας- Βιοχημείας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών. Ενδοκρινολόγος στην Ενδοκρινολογική μονάδα Α’ προπαιδευτικής παθολογικής κλινικής, Λαϊκό Νοσοκομείο.
.